πατρόνα

πατρόνα
η
(λ. ιταλ.), οικοδέσποινα, ιδιοκτήτρια καταστήματος, ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής, προστάτισσα, αφέντισσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η …   Dictionary of Greek

  • πατρώνα — και πατρόνα, ἡ, ΝΑ βλ. πάτρων …   Dictionary of Greek

  • Παυλίνος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τον Βενέδημο και τον Ηράκλειο. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαΐου. Kαταγόταν από την Αθήνα, που ήταν και ο τόπος διαμονής του. II (Paulinus). Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”